αλιόφιος

αλιόφιος
το
φως που χρησιμοποιείται στη νυχτερινή αλιεία, δαδί αναμμένο στην άκρη τής βάρκας, πυροφάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλιος + φως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”